ὕπισχνος

ὕπισχνος
ὕπισχνος
somewhat thin
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ύπισχνος — ον, Α κάπως ισχνός, κάπως λεπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἰσχνός] …   Dictionary of Greek

  • ισχνός — ή, ό (ΑΜ ἰσχνός, ή, όν) 1. λιπόσαρκος, αδύνατος, λεπτός («ισχνά μέλη») 2. (για φωνή) σιγανός, άτονος νεοελλ. 1. λίγος, πενιχρός, ανεπαρκής (α. «ισχνός μισθός» β. «ισχνά αποτελέσματα» γ. «ισχνά μέσα») 2. αδύναμος, ανίσχυρος («ισχνά επιχειρήματα»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”